μεγαλοβλαβής

μεγαλοβλαβής
μεγᾰλο-βλᾰβής, ές,
A greatly injuring, Apollon.Lex.s.v. ἄη.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μεγαλοβλαβής — μεγαλοβλαβής, ές (Α) αυτός που προξενεί μεγάλη βλάβη, πολύ βλαβερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + βλαβής (< βλάβη), πρβλ. φρενο βλαβής] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοβλαβές — μεγαλοβλαβής greatly injuring masc/fem voc sg μεγαλοβλαβής greatly injuring neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλάβη — Η κατά παράβαση του νόμου, ή συμβατικής υποχρέωσης, πρόκληση ζημίας σε άλλο πρόσωπο. Προϋποτίθεται ότι μεσολάβησε προσβολή ενός ξένου συμφέροντος που προστατεύεται από το δίκαιο. Η προσβολή αυτή μπορεί να προέρχεται είτε από τη μη εκπλήρωση… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”